- σκώπτοντες
- σκώπτωmockpres part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τραγωδός — ο, η / τραγῳδός, ὁ, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. τραγαFυδός Α 1. ποιητής τραγωδιών 2. ερμηνευτής, ηθοποιός τραγωδίας αρχ. 1. ποιητής τραγωδιών και αοιδός ταυτόχρονα 2. τραγικός ποιητής ο οποίος έπαιρνε μέρος ως υποκριτής στις παραστάσεις τών τραγωδιών του… … Dictionary of Greek